this old house (part six) : echoes
Strangers passing in the street
By chance two separate glances meet
And I am you and what I see is me.
And do I take you by the hand
And lead you through the land
And help me understand
The best I can.
Pink Floyd
Ήμουν σε μια περίοδο περίεργη όταν αρχίσαμε να βγαίνουμε.
Πέρναγα τη φάση απογοήτευσης. Κι έσκασες σαν δώρο έξω απ’την πόρτα μου.
Το όλο θέμα ξεκίνησε με μια συζήτηση για τον «Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» του Μούζιλ.
Από ‘κεί και πέρα λογοτεχνία. Πολύ λογοτεχνία.
Κλασική, λατινοαμερικάνικη, ρώσικη.. Σουρεαλισμός, θέατρο, ποίηση.
Δεν είχαμε αφήσει και τίποτα.
Παράλληλα βγαίναμε συνέχεια έξω.
Είχαμε βρει ένα ήσυχο μπαράκι φάση αυτονομίας στα Εξάρχεια και το’χαμε κάνει στέκι.
Θυμάμαι γύρναγα κάθε βράδυ σπίτι και έπαιρνα τη Μαριλύ τηλέφωνο να της πω όλα τα νέα.
Όπως κάναμε και στο Γυμνάσιο. Αλλά είχε τόση πλάκα, και είχα μια αγωνία ώσπου να μου πει την άποψή της..
Ένα βράδυ είχαμε πάει σε ένα live που παίζαν κάτι φίλοι από Θεσσαλονίκη με τα παιδιά και έπεσα πάνω σου.
«Ω! Δεσποινίς.. Τι κάνετε ;» Αυτό ήταν. Απλά παρατήσαμε και οι δυο τις παρέες μας και μείναμε να μιλάμε και να πίνουμε.
Εγώ που και που τραγούδαγα κιόλας, ήξερα κάποια κομμάτια.
Κατά τ’άλλα μιλάγαμε για λογοτεχνικούς ήρωες που είχαμε ερωτευτεί : μοιραία θηλυκά και αλήτικα αρσενικά.
Και άρχισες να μου λες για αγαπημένες σου ηρωίδες που μου έμοιαζαν. Ή που είχαν το ίδιο όνομα με εμένα.
Εκείνες οι στιγμές, είχαν έναν αέρα έκστασης. Σα να ‘μασταν οι δυο μας στη μουσική σκηνή.
Βοηθούσε βέβαια και το αλκοόλ. Αλίμονο..
Τα έλεγα στη Μαριλύ μετά : «Ήμαρτον.. Έτσι φτιάχνεσαι εσύ ;;»
Φτιάχναμε ιστορίες ο ένας για τον άλλο. Τις διαβάζαμε μαζί μετά σε μπαρ, στο λόφο του Στρέφη, στο σπίτι σου.
Και κάπως έτσι πέρναγε ο καιρός..
Κάποια στιγμή πέταξα την ιδέα : «Ρε ένας φίλος δουλεύει στο Άμστερνταμ και μου
έχει πει να πάω όποτε θέλω και με παρέα. Γουστάρεις να πάμε μαζί ;»