Συννεφιασμένες ιστορίες
I’m no longer anyone I know
Noone here reminds me of you
Yet I see noone else on the crowded sidewalk
Madrugada
Ι.
Θα μπορούσε να είναι το χτες
Θα μπορούσε να είναι το μετά
Αλλά ζούμε το τώρα
Ο έρωτας μια μέρα μας χτύπησε την πόρτα
Σαν αγκάθι χώθηκε στις καρδιές μας
Κάτι που πλήγωνε, αλλά με πόνο γλυκό, αιμάτινο
Σαν κάτι ειρωνικό και παλιρροιακό ταυτόχρονα
Σαν τη θάλασσα που αλλάζει διάθεση και χρώματα
Σαν τον ουρανό που συννεφιάζει, φλέγεται, γαληνεύει
Κι εμείς διανύουμε την περίοδο της φωτιάς
Κι η μικρή ζωή μας τίποτα άλλο από σπίθες, αστρανάμματα
Σε βλέπω, σε νιώθω, σε σκέφτομαι
Σε βρίσκω παντού γύρω μου: στα πράγματά μου, στην καθημερινότητά μου, στην τέχνη
Τελικά δε φταίει το ότι είσαι παντού
Αρκεί που είσαι στο μυαλό μου
ΙΙ.
Ένας ήλιος μου χαμογελάει απόψε
Μα τη νύχτα δεν ξέρω τι ουρανό θ’αντικρύσω
Τα βλέμματα στάζουν
Κι εγώ είμαι έτοιμη να πνιγώ
Όλα γύρω μου φωνάζουν
Και οι σκέψεις ρέουν σαν τη θύελλα που έχει ξεσπάσει
έξω μας, μέσα μας
Είμαι εδώ και σε περιμένω
Που χάθηκες πάλι;
ΙΙΙ.
Ομίχλη
Ατμόσφαιρα που μας τυλίγει
Άσπρος ουρανός, αιθέριος
Και οι φράσεις, οι λέξεις μεταξύ μας ένα τίποτα.
Κινήσεις που αφήνουν τα πάντα πιθανά
Και βλέμματα που παίζουν το παιχνίδι των σκιών
Ίσως κάποτε να’μουν μια κούκλα,
κάτι που έπλαθες με πηλό
Μα κάποια στιγμή ξέφυγα απ’τα χέρια σου
Και άρχισα να αναπνέω
ΙV.
O έρωτας ένα συννεφάκι που έσκασε
Κι ύστερα έριξε νεροποντή
Κοντέψαμε να πνιγούμε, μα ήμασταν μαζί
Κι επιζήσαμε
Η βροχή…
Πόνος μαζί και λύτρωση
Ένα απροσδόκητο τραίνο έφτασε
Μπήκα μέσα και σ’άφησα απ’έξω να τρέχεις
Φώναζες
Σε έβλεπα
Σπάραζα, μα καταλάβαινα ότι ήταν αναγκαίο.
V.
Ποιος απ’τους δυο μας φεύγει
Και ποιος μένει
Ποιος είναι σε θέση να μείνει εδώ να το παλέψει
Αυτό, το κάτι που κάποτε υπήρξαμε
Αυτή την αναλαμπή, εκείνο το σκίρτημα
Την πρασινάδα που άνθισε
Ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει
Κι εγώ άρχισα να νιώθω αβάσταχτα
Φούντωνα αλλά δεν ήσουν αρκετός για να με σώσεις
Φύγε, κι έλα ξανά
όταν έρθει ο ήλιος
VI.
Σήμερα αποφάσισα να διαφέρω
Να μην είμαι εγώ
Αλλά ένας ταξιδιώτης του χρόνου,
ένας τύπος που δε θυμάται πως έφτασε εδώ
και ζει χωρίς να ξέρει ποιος είναι.
Αποφάσισα να σε βγάλω από πάνω μου
Σαν καρφί που κάποιος βγάζει απ’τον τοίχο
Όπως εσύ κάποτε
με έσπρωχνες να μπω πιο βαθιά
μες στον τοίχο
VII.
Ήσουν σ’εκείνο το όνειρο που ονειρευόμουν χθες
Κατάφερες και μ’έκανες να ξυπνήσω χαρούμενη
Μα όχι ευτυχισμένη
Και όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα έωλο παραλήρημμα
Που κάποια στιγμή μετατράπηκε σε κυνηγητό
Ανθρώπων, απόψεων, «εγώ»
Ποιος είσαι και πού πας;
Θες να μ’ακολουθήσεις;
Ίσως καταλήξουμε κάπου καλύτερα μαζί
Ακολουθώντας το φως της χαραυγής
Τ’απομεινάρια του ονείρου..
VIII.
Ξύπνα κι άκουσέ με να φωνάζω
Ξύπνα κι άκουσέ με να θρηνώ
Τ’όνειρο που έβλεπα έγινε εφιάλτης
Έχω σηκωθεί και προσπαθώ να συνέλθω
Ακόμα κοιμάσαι
Αναρωτιέμαι τι ονειρεύεσαι
Μια συγχορδία φάλτσα ή μια γλυκιά μελωδία ;
Τραγουδάω προσπαθώντας να σε βγάλω απ’τον ύπνο σου
Αλλά δεν τα καταφέρνω
Έχεις αρχίσει να ερωτεύεσαι
ΙΧ.
Εκείνος ήρθε και με πήρε μία νύχτα
Το έσκασα έτσι : χωρίς πράγματα και λογική
Μια πράξη αυθορμητισμού
Άφησα το σπίτι μας που είχε αρχίσει να μπάζει νερά
Και βγήκα στη βροχή
Εκείνος άρχισε να με προστατεύει
Ενώ εσύ ακόμη κοιμόσουν
Πόσο δυνατό ήταν αυτό… Δεν ξέρω γιατί αλλά μου άρεσε τόσο πολύ…
Μου θύμισε Anathema…
«No…
Don’t leave me here
The dream carries (me) on
Inside
I know…
Its not too late
Lost moments blown away
Tonight…»
(morpheus)
Ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός και η καθημερινότητα η φονικότερη συνήθεια…
Όμορφο πολύ, άμεσο, γεμάτο ουσία. Για τα μεγάλα της ζωής και την απώλεια. Μέρα καλή